- βαφτισιμιά
- βαφτισιμιά ηкрестница
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
βαφτισιμιός — ο (θηλ. βαφτισιμιά, η) ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)] … Dictionary of Greek
βαφτιστήρα — η (Μ βαπτιστήρα) η κολυμπήθρα του βαπτίσματος νεοελλ. η βαφτισιμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. βαφτιστήρα < βαπτιστήρα < βαπτιστήριον] … Dictionary of Greek
φιλιότσος — ο, θηλ. φιλιότσα, Ν αναδεκτός, βαφτισιμιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figlioccio «βαφτισιμιός», figlioccia «βαφτισιμιά»] … Dictionary of Greek